φτυαριά

φτυαριά
η, Ν
1. η ποσότητα που χωράει σε ένα φτυάρι
2. χτύπημα με φτυάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φτυάρι + κατάλ. -ιά (πρβλ. κουταλ-ιά)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φτυαριά — φτυαριά, η και φκιαριά, η 1. η ποσότητα που χωράει στο φτυάρι. 2. χτύπημα με φτυάρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σειρηνοειδή — (και σεφηνίδες). Τάξη θηλαστικών, ιδιαίτερα προσαρμοσμένων στην υδρόβια ζωή, που είναι συγκεντρωμένα στις δυο οικογένειες των Ντουγκονγκιδών και των Τριχεχιδών. Τα σ. έχουν σώμα ατρακτοειδές στο πίσω τμήμα· το κεφάλι είναι μεγάλο και ελάχιστα… …   Dictionary of Greek

  • φκιαριά — η βλ. φτυαριά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”